ἐμφιλοχωρῶ

ἐμφιλοχωρῶ
ἐμφιλοχωρέω
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ἐμφιλοχωρέω
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εμφιλοχωρώ — (AM ἐμφιλοχωρῶ, έω) 1. κατοικώ κάπου ευχάριστα, μού αρέσει να μένω ή να συχνάζω κάπου 2. (απολ.) εμφανίζομαι ή συχνάζω με ευχαρίστηση κάπου 3. διεισδύω, εισχωρώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”